- ὀξυγωνίου
- ὀξυγώνιοςacute-angledmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξυγωνιότης — ὀξυγωνιότης, ἡ (Α) [οξυγώνιος] η ιδιότητα τού οξυγώνιου … Dictionary of Greek